συμβολογράφω

συμβολογράφω
Μ
συμβολογραφῶ*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύμβολον + γράφω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συμβολογραφώ — έω, Μ [συμβολογράφος] γράφω με σύμβολα, παρουσιάζω με τρόπο συμβολικό …   Dictionary of Greek

  • συμβολογράφημα — τὸ, Μ [συμβολογραφῶ] αυτό που έχει γραφεί με σύμβολα, αυτό που έχει γραφεί συμβολικά («ὁ νόμος δὲ πολλοῑς καὶ ποικίλοις συμβολογραφήμασι ταύτην προϋπεσκίασε», Γερμ. Κωνστ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”